- ξελιγοθυμώ
- (α) 1. μετ. приводить в чувство;2. αμετ. приходить в чувство (после обморока)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξελιγοθυμώ — 1. συνεφέρω κάποιον από λιποθυμία 2. μού περνάει η λιγοθυμιά, συνέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + λιγοθυμώ] … Dictionary of Greek
ξελιγοθύμημα — το [ξελιγοθυμώ] πάροδος λιποθυμίας, ανάκτηση τών αισθήσεων … Dictionary of Greek